Μια από τις ιδιότητες της λέμφου είναι η συμβολή της στην άμυνα του οργανισμού. Παίζει σημαντικό ρόλο στην καταπολέμηση παθογόνων μικροοργανισμών. Για αυτό το λόγο, στους ασθενείς που πάσχουν από λεμφοίδημα (π.χ. μετά από αφαίρεση λεμφαδένων), αυτομάτως μειώνεται η αμυντική ικανότητα του οργανισμού και ιδίως στο άκρο, το οποίο πάσχει. Σαν αποτέλεσμα, οι μολύνσεις εξελίσσονται ραγδαία και καθίστανται σοβαρές.
Τα συμπτώματα και σημάδια που μπορεί να προειδοποιούν για μια επερχόμενη μόλυνση στο πάσχον από λεμφοίδημα άκρο, ποικίλλουν. Γενικότερα εμφανίζεται:
- Πόνος στο προσβεβλημένο άκρο
- Ερυθρότητα
- Εξανθήματα/ δέρμα γεμάτο κοκκινίλες
- Κνησμός στην περιοχή
- Αύξηση του οιδήματος
- Αυξημένη θερμοκρασία του δέρματος
- Αίσθηση βάρους στο άκρο (μεγαλύτερη από το φυσιολογικό)
- Συμπτώματα παρόμοια με αυτά της γρίπης
- Σε κάποιες περιπτώσεις, πυρετός με απότομη αύξησή του και ρίγη
Σε περίπτωση που ο ασθενής παρατηρήσει κάποιο από αυτά τα συμπτώματα στο άνω ή κάτω άκρο του, πρέπει να επικοινωνήσει άμεσα με τον θεράποντα ιατρό του και να παύσει κάθε αποσυμφορητική θεραπεία στην οποία υποβάλλεται για το λεμφοίδημα (π.χ. μάλαξη λεμφικής παροχέτευσης, συμπιεστική περίδεση).
Μετά από τσίμπημα εντόμου, κάψιμο ή άλλο μικρό τραυματισμό στο προσβεβλημένο άκρο, ο ασθενής οφείλει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός. Προτείνεται να γίνεται άμεσος καθαρισμός του τραυματισμένου σημείου και να χρησιμοποιείται αντιβιοτικό σκεύασμα για να αποφευχθεί η μόλυνση. Για το λόγο αυτό, ο γιατρός χορηγεί προληπτικά αντιβιοτικά φάρμακα, αν και εφόσον το θεωρήσει αναγκαίο.
Συχνές μολύνσεις σε ασθενείς με λεμφοίδημα:
- Χρυσίζων σταφυλόκοκκος (Staphylococcus aureus). Είναι μια αρκετά συχνή μόλυνση, καθώς το συγκεκριμένο βακτήριο μεταδίδεται εύκολα με τα χέρια και το ρινικό έκκριμα και πιο σπάνια με τον αέρα. Τα συμπτώματα είναι συλλογή πύου στη μολυνσμένη περιοχή(θυλακίτιδα ή απόστημα), ερυθρότητα, οίδημα και πόνος. Ο σταφυλόκοκκος με τη σειρά του, λόγω παραγωγής τοξινών, μπορεί να προκαλέσει ασθένειες όπως σύνδρομο τοξικού σοκ, τροφική δηλητηρίαση ή κυτταρίτιδα. Η θεραπεία του περιλαμβάνει χορήγηση αντιβίωσης τοπικά με κρέμα, από το στόμα ή ενδοφλέβια, ανάλογα με τον τύπο της λοίμωξης.
- Παθολογική κυτταρίτιδα. Χωρίς να σχετίζεται με τη γνωστή, η παθολογική κυτταρίτιδα είναι μια φλεγμονώδης μόλυνση του δέρματος και των συνδετικών ιστων, η οποία χαρακτηρίζεται από επώδυνο πρήξιμο, ερυθρότητα και αυξημένη θερμοκρασία στο δέρμα. Προκαλείται, συνήθως, από βακτήρια(όπως σταφυλόκοκκος ή στρεπτόκοκκος), τα οποία έχουν την τάση να εισέρχονται στον οργανισμό μέσω αμυχών στο δέρμα. Συμβαίνει επίσης, μετά από χειρουργεία, όπως π.χ. σε περιπτώσεις μαστεκτομής. Ωστόσο, δεν πρόκειται για μεταδοτική μόλυνση. Η θεραπεία της, επίσης, περιλαμβάνει από το στόμα ή ενδοφλέβια αντιβιοτικά.
- Λεμφαγγειίτιδα. Πρόκειται για φλεγμονή των λεμφαγγείων, η οποία προκαλείται από διάφορα βακτήρια. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν πόνο, ερυθρότητα, οίδημα,κόκκινες γραμμώσεις, πυρετό, πονοκέφαλο, αδυναμία και διογκωμένους λεμφαδένες. Σε περίπτωση που η διάγνωση κι αντιμετώπιση δεν γίνει έγκαιρα και η μόλυνση περάσει στην κυκλοφορία του αίματος, μπορεί ακόμα να αποτελέσει απειλή και για τη ζωή του ασθενούς. Για τη θεραπεία της χορηγείται η κατάλληλη αντιμικροβιακή αγωγή και η συμπτωματική θεραπεία περιλαμβάνει αντιπυρετικά κι αναλγητικά φάρμακα.
- Ερυσίπελας. Είναι από τις πιο συχνές μολύνσεις που σχετίζονται με το λεμφοίδημα και προκαλείται συνήθως από το βακτήριο του στρεπτόκοκκου. Αποτελεί μια φλεγμονή του δέρματος με σημαντική προσβολή και των λεμφαγγείων. Μερικές ώρες πριν την εμφάνιση του ερυσίπελα εμφανίζονται πρόδρομα συμπτώματα όπως πυρετός, ναυτία, έμετος και κόπωση. Έπειτα, τα κύρια συμπτώματα είναι θερμό εξάνθημα, κνησμός, αίσθημα καψίματος, πόνος και διογκωμένοι λεμφαφένες. Για τη θεραπεία του χορηγείται πενικιλλίνη ή άλλα φάρμακα για το στρεπτόκοκκο και αλοιφές με αντιβιοτική δράση.
- «Πόδι του αθλητή». Αποτελεί μια μυκητίαση, αρκετά συχνή στους ασθενείς με λεμφοίδημα κάτω άκρου, η οποία είναι μεταδοτική με την άμεση επαφή ή επαφή με αντικείμενα. Το συνηθέστερο σύμπτωμα είναι το δέρμα μεταξύ των δακτύλων των ποδιών να εμφανίζει ρωγμές και να ξεφλουδίζει. Επίσης, υπάρχει ερυθρότητα, κνησμός, τσούξιμο ή κάψιμο και έκκριμα ή ξηρότητα. Τα συμπτώματα μπορεί να εξαπλωθούν τόσο στις φτέρνες, όσο και στις παλάμες κι ανάμεσα στα δάχτυλα των χεριών. Εάν δεν αντιμετωπιστεί σωστά και έγκαιρα, υπάρχει πιθανότητα ο μύκητας να εξαπλωθεί και στα νύχια, τα οποία με τη σειρά τους παθαίνουν πάχυνση, αποχρωμάτωση και κάποιες φορές ακόμα θρυμματίζονται. Η θεραπεία περιλαμβάνει αντιμυκητισιακή αγωγή, συνήθως με κρέμες που εφαρμόζονται απευθείας στο σημείο που πάσχει.
Οι παραπάνω αποτελούν τις πιο συνήθεις μολύνσεις των ασθενών με λεμφοίδημα. Λόγω της αυξημένης ευαισθησίας τους σε τέτοιες καταστάσεις, τα άτομα αυτά θα πρέπει να φροντίζουν το δέρμα τους και να προστατεύουν τα άκρα τους από τραυματισμούς. Τέλος, η ενημέρωση και η παρακολούθηση από τον θεράποντα ιατρό και φυσικοθεραπευτή κρίνονται απαραίτητες.